Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζάκορος
ζάκοτος
ζάλη
ζαμενέω
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζά
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
View word page
ζατρεφής
ζατρεφής ζᾰ-τρεφής, ές τρέφω well-fed, fat, goodly, Hom.
ShortDef
well-fed, fat, goodly
Debugging
Headword:
ζατρεφής
Headword (normalized):
ζατρεφής
Headword (normalized/stripped):
ζατρεφης
IDX:
14407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14414
Key:
zatrefh/s
Data
{'content': 'ζατρεφής\n ζᾰ-τρεφής, ές\n τρέφω\n well-fed, fat, goodly, Hom.', 'key': 'zatrefh/s'}