Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἕωσπερ
Ἑωσφόρος
ζάγκλον
ζαής
ζάθεος
ζαθερής
ζάκορος
ζάκοτος
ζάλη
ζαμενέω
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζά
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
View word page
ζαμενής
ζαμενής ζᾰ-μενής, ές μένος poet. adj. very strong, mighty, raging, Hhymn., Pind.
ShortDef
very strong, mighty, raging
Debugging
Headword:
ζαμενής
Headword (normalized):
ζαμενής
Headword (normalized/stripped):
ζαμενης
IDX:
14401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14408
Key:
zamenh/s
Data
{'content': 'ζαμενής\n ζᾰ-μενής, ές\n μένος\n poet. adj. very strong, mighty, raging, Hhymn., Pind.', 'key': 'zamenh/s'}