Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
ἕωσπερ
Ἑωσφόρος
ζάγκλον
ζαής
ζάθεος
ζαθερής
ζάκορος
ζάκοτος
ζάλη
ζαμενέω
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζά
ζατρεφής
View word page
ζάκορος
ζάκορος ζά-κορος, ὁ, ἡ, For -κορος cf. νεωκόρος. a temple-servant, being perh. a form of διάκονος, Plut.

ShortDef

a temple-servant

Debugging

Headword:
ζάκορος
Headword (normalized):
ζάκορος
Headword (normalized/stripped):
ζακορος
IDX:
14397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14404
Key:
za/koros

Data

{'content': 'ζάκορος\n ζά-κορος, ὁ, ἡ,\n For -κορος cf. νεωκόρος.\n a temple-servant, being perh. a form of διάκονος, Plut.', 'key': 'za/koros'}