Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
ἕωσπερ
Ἑωσφόρος
ζάγκλον
ζαής
ζάθεος
ζαθερής
ζάκορος
ζάκοτος
ζάλη
ζαμενέω
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
View word page
ζάθεος
ζάθεος ζά-θεος (ᾰ), η, ον very divine, sacred, Il., etc.
ShortDef
very divine, sacred
Debugging
Headword:
ζάθεος
Headword (normalized):
ζάθεος
Headword (normalized/stripped):
ζαθεος
IDX:
14395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14402
Key:
za/qeos
Data
{'content': 'ζάθεος\n ζά-θεος (ᾰ), η, ον\n very divine, sacred, Il., etc.', 'key': 'za/qeos'}