Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
View word page
ἀγέννητος
ἀγέννητος γεννάω unbegotten, unborn, ἀγ. τότʼ ἦ Soph. like ἀγεννής, low-born, Soph.

ShortDef

unbegotten, unborn

Debugging

Headword:
ἀγέννητος
Headword (normalized):
ἀγέννητος
Headword (normalized/stripped):
αγεννητος
IDX:
144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n144
Key:
a)ge/nnhtos

Data

{'content': 'ἀγέννητος\n γεννάω\n unbegotten, unborn, ἀγ. τότʼ ἦ Soph.\n like ἀγεννής, low-born, Soph.', 'key': 'a)ge/nnhtos'}