Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑψάνδρα
ἕψημα
ἕψησις
ἑψητήρ
ἑψητός
ἑψιάομαι
ἑψία
ε
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
ἕωσπερ
Ἑωσφόρος
ζάγκλον
ζαής
View word page
ἑωθινός
ἑωθινός ἑωθῐνός, ή, όν ἕως in the morning, early, Hdt., Ar.: —τὸ ἑωθινόν, as adv., early in the morning, Hdt.; so, ἐξ ἑωθινοῦ ἕωθεν, Xen.

ShortDef

in the morning, early

Debugging

Headword:
ἑωθινός
Headword (normalized):
ἑωθινός
Headword (normalized/stripped):
εωθινος
IDX:
14384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14390
Key:
e(wqino/s

Data

{'content': 'ἑωθινός\n ἑωθῐνός, ή, όν\n ἕως\n in the morning, early, Hdt., Ar.: —τὸ ἑωθινόν, as adv., early in the morning, Hdt.; so, ἐξ ἑωθινοῦ ἕωθεν, Xen.', 'key': 'e(wqino/s'}