Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔχιδνα
Ἐχῖναι
ἐχινέες
ἐχῖνος
ἔχις
ἔχμα
ἐχυρός
ἔχω
ἑψάνδρα
ἕψημα
ἕψησις
ἑψητήρ
ἑψητός
ἑψιάομαι
ἑψία
ε
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
View word page
ἕψησις
ἕψησις ἕψησις, εως ἕψω a boiling, Hdt.

ShortDef

a boiling

Debugging

Headword:
ἕψησις
Headword (normalized):
ἕψησις
Headword (normalized/stripped):
εψησις
IDX:
14376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14382
Key:
e(/yhsis

Data

{'content': 'ἕψησις\n ἕψησις, εως\n ἕψω\n a boiling, Hdt.', 'key': 'e(/yhsis'}