Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλίγκιος
ἁλίδονος
ἁλιεία
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζω
ἁλίζω
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
ἁλιήρης
ἄλιθος
Ἁλικαρνασσεύς
Ἁλικαρνασσόθεν
Ἁλικαρνασσός
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
View word page
ἁλίζωος
ἁλίζωος living on or in the sea, Anth.

ShortDef

living on

Debugging

Headword:
ἁλίζωος
Headword (normalized):
ἁλίζωος
Headword (normalized/stripped):
αλιζωος
IDX:
1437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1437
Key:
a(li/zwos

Data

{'content': 'ἁλίζωος\n living on or in the sea, Anth.', 'key': 'a(li/zwos'}