Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐχθαρτέος
ἐχθεσινός
ἐχθές
ἐχθέω
ἔχθιστος
ἐχθίων
ἐχθοδοπέω
ἐχθοδοπός
ἔχθος
ἐχθραίνω
ἔχθρα
ἐχθροδαίμων
ἐχθρόξενος
ἐχθρός
ἔχθω
ἐχιδναῖος
ἔχιδνα
Ἐχῖναι
ἐχινέες
ἐχῖνος
ἔχις
View word page
ἔχθρα
ἔχθρα Ion. ἔχθρη, ἡ, ἐχθρός hatred, enmity, Hdt., Attic; ἔχθρα τινός hatred for, enmity to one, Thuc.; κατʼ ἔχθραν τινός Ar.; ἔχθρα ἔς τινα Hdt.; ἔχθρα πρός τινα Aesch.; διʼ ἔχθρας ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν τινί to be at feud with one, Eur., etc.; ἔχθραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί to engage in hostility with . . , Eur.; ἔχθραν λύειν, διαλύεσθαι Eur., Thuc.

ShortDef

hatred, enmity

Debugging

Headword:
ἔχθρα
Headword (normalized):
ἔχθρα
Headword (normalized/stripped):
εχθρα
IDX:
14360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14366
Key:
e)/xqrh

Data

{'content': 'ἔχθρα\n Ion. ἔχθρη, ἡ,\n ἐχθρός\n hatred, enmity, Hdt., Attic; ἔχθρα τινός hatred for, enmity to one, Thuc.; κατʼ ἔχθραν τινός Ar.; ἔχθρα ἔς τινα Hdt.; ἔχθρα πρός τινα Aesch.; διʼ ἔχθρας ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν τινί to be at feud with one, Eur., etc.; ἔχθραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί to engage in hostility with . . , Eur.; ἔχθραν λύειν, διαλύεσθαι Eur., Thuc.', 'key': 'e)/xqrh'}