ἔχθρα
ἔχθρα
Ion. ἔχθρη, ἡ,
ἐχθρός
hatred, enmity, Hdt., Attic; ἔχθρα τινός hatred for, enmity to one, Thuc.; κατʼ ἔχθραν τινός Ar.; ἔχθρα ἔς τινα Hdt.; ἔχθρα πρός τινα Aesch.; διʼ ἔχθρας ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν τινί to be at feud with one, Eur., etc.; ἔχθραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί to engage in hostility with . . , Eur.; ἔχθραν λύειν, διαλύεσθαι Eur., Thuc.