Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλίαστος
ἀλίβας
ἀλίβατος
ἁλίβρεκτος
ἀλίγκιος
ἁλίδονος
ἁλιεία
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζω
ἁλίζω
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
ἁλιήρης
ἄλιθος
Ἁλικαρνασσεύς
Ἁλικαρνασσόθεν
Ἁλικαρνασσός
ἁλίκλυστος
View word page
ἁλιεύω
ἁλιεύω ἅλς to be a fisher, Plut., Luc., etc. to fish, go fishing, NTest.

ShortDef

to be a fisher

Debugging

Headword:
ἁλιεύω
Headword (normalized):
ἁλιεύω
Headword (normalized/stripped):
αλιευω
IDX:
1433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1433
Key:
a(lieu/w

Data

{'content': 'ἁλιεύω\n ἅλς\n to be a fisher, Plut., Luc., etc.\n to fish, go fishing, NTest.', 'key': 'a(lieu/w'}