Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
ἐφυβρίζω
ἐφυδριάς
ἔφυδρος
ἐφυμνέω
ἐφύπερθε
ἐφυπνόω
Ἐφύρα
ἐφυστερίζω
ἐφύω
View word page
ἔφορμος2
ἔφορμος2 ἔφ-ορμος, ὁ, = ἐφόρμησις, Thuc.

ShortDef

at anchor
attack, lying at anchor

Debugging

Headword:
ἔφορμος2
Headword (normalized):
ἔφορμος
Headword (normalized/stripped):
εφορμος2
IDX:
14323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14329
Key:
e)/formos2

Data

{'content': 'ἔφορμος2\n ἔφ-ορμος, ὁ,\n = ἐφόρμησις, Thuc.', 'key': 'e)/formos2'}