Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
ἐφυβρίζω
ἐφυδριάς
ἔφυδρος
ἐφυμνέω
ἐφύπερθε
ἐφυπνόω
Ἐφύρα
ἐφυστερίζω
View word page
ἔφορμος
ἔφορμος ἔφ-ορμος, ον at anchor, Thuc.
ShortDef
at anchor
attack, lying at anchor
Debugging
Headword:
ἔφορμος
Headword (normalized):
ἔφορμος
Headword (normalized/stripped):
εφορμος
IDX:
14322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14328
Key:
e)/formos1
Data
{'content': 'ἔφορμος\n ἔφ-ορμος, ον\n at anchor, Thuc.', 'key': 'e)/formos1'}