Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
ἐφυβρίζω
ἐφυδριάς
View word page
ἐφορμαίνω
ἐφορμαίνω to rush on, Aesch.

ShortDef

to rush on

Debugging

Headword:
ἐφορμαίνω
Headword (normalized):
ἐφορμαίνω
Headword (normalized/stripped):
εφορμαινω
IDX:
14316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14322
Key:
e)formai/nw

Data

{'content': 'ἐφορμαίνω\n to rush on, Aesch.', 'key': 'e)formai/nw'}