Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁλία
ἀλίαστος
ἀλίβας
ἀλίβατος
ἁλίβρεκτος
ἀλίγκιος
ἁλίδονος
ἁλιεία
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζω
ἁλίζω
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
ἁλιήρης
ἄλιθος
Ἁλικαρνασσεύς
Ἁλικαρνασσόθεν
Ἁλικαρνασσός
View word page
ἁλιευτικός
ἁλιευτικός ἁλιεύω of or for fishing, Xen., Arist.; —ἡ ἁλιευτική (with or without τέχνη) the art of fishing, Plat.
ShortDef
of/for fishing
Debugging
Headword:
ἁλιευτικός
Headword (normalized):
ἁλιευτικός
Headword (normalized/stripped):
αλιευτικος
IDX:
1432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1432
Key:
a(lieutiko/s
Data
{'content': 'ἁλιευτικός\n ἁλιεύω\n of or for fishing, Xen., Arist.; —ἡ ἁλιευτική (with or without τέχνη) the art of fishing, Plat.', 'key': 'a(lieutiko/s'}