Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφίστημι
ἐφοδεύω
ἐφοδιάζω
ἐφόδιον
ἔφοδος
ἔφοδος2
ἔφοδος3
ἐφόλκαιον
ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
View word page
ἐφόλκαιον
ἐφόλκαιον ἐφόλκαιον, ου, τό, ἐφέλκω a rudder, Od.
ShortDef
a rudder
Debugging
Headword:
ἐφόλκαιον
Headword (normalized):
ἐφόλκαιον
Headword (normalized/stripped):
εφολκαιον
IDX:
14303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14309
Key:
e)fo/lkaion
Data
{'content': 'ἐφόλκαιον\n ἐφόλκαιον, ου, τό,\n ἐφέλκω\n a rudder, Od.', 'key': 'e)fo/lkaion'}