Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐφιμείρω
ἐφίμερος
ἐφιππάζομαι
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφίστημι
ἐφοδεύω
ἐφοδιάζω
ἐφόδιον
ἔφοδος
ἔφοδος2
ἔφοδος3
ἐφόλκαιον
ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφορατικός
ἐφοράω
View word page
ἔφοδος
ἔφοδος ἔφ-οδος, ον accessible, Thuc.

ShortDef

accessible
one who goes the rounds
a way towards, approach, attack

Debugging

Headword:
ἔφοδος
Headword (normalized):
ἔφοδος
Headword (normalized/stripped):
εφοδος
IDX:
14300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14306
Key:
e)/fodos1

Data

{'content': 'ἔφοδος\n ἔφ-οδος, ον\n accessible, Thuc.', 'key': 'e)/fodos1'}