Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐφήμερος
ἐφημοσύνη
ἑφθημιμερής
ἑφθός
ἐφίδρωσις
ἐφιζάνω
ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφιμείρω
ἐφίμερος
ἐφιππάζομαι
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφίστημι
ἐφοδεύω
ἐφοδιάζω
ἐφόδιον
View word page
ἐφικτός
ἐφικτός from ἐφικνέομαι ἐφικτός, ή, όν easy to reach, accessible, Plut.

ShortDef

easy to reach, accessible

Debugging

Headword:
ἐφικτός
Headword (normalized):
ἐφικτός
Headword (normalized/stripped):
εφικτος
IDX:
14289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14295
Key:
e)fikto/s

Data

{'content': 'ἐφικτός\n from ἐφικνέομαι\n ἐφικτός, ή, όν\n easy to reach, accessible, Plut.', 'key': 'e)fikto/s'}