Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐφημέριος
ἐφημερίς
ἐφήμερος
ἐφημοσύνη
ἑφθημιμερής
ἑφθός
ἐφίδρωσις
ἐφιζάνω
ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφιμείρω
ἐφίμερος
ἐφιππάζομαι
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφίστημι
ἐφοδεύω
View word page
ἐφικάνω
ἐφικάνω = ἐφικνέομαι, Od.
ShortDef
reach
Debugging
Headword:
ἐφικάνω
Headword (normalized):
ἐφικάνω
Headword (normalized/stripped):
εφικανω
IDX:
14287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14293
Key:
e)fika/nw
Data
{'content': 'ἐφικάνω\n = ἐφικνέομαι, Od.', 'key': 'e)fika/nw'}