Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐφαγνίζω
ἐφαιρέω
ἐφάλλομαι
ἔφαλος
ἐφάμιλλος
ἐφανδάνω
ἐφάπαξ
ἐφαπλόω
ἐφάπτω
ἐφαρμόζω
ἐφαρμοστέος
ἐφέδρα
ἐφεδρεία
ἐφεδρεύω
ἐφεδρήσσω
ἔφεδρος
ἐφέζομαι
ἔφεκτος
ἐφέλκω
ἐφεξῆς
ἔφεξις
View word page
ἐφαρμοστέος
ἐφαρμοστέος from ἐφαρμόζω ἐφαρμοστέος, ον verb. adj. one must adapt, τί τινι Luc.
ShortDef
one must adapt
Debugging
Headword:
ἐφαρμοστέος
Headword (normalized):
ἐφαρμοστέος
Headword (normalized/stripped):
εφαρμοστεος
IDX:
14238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14244
Key:
e)farmoste/os
Data
{'content': 'ἐφαρμοστέος\n from ἐφαρμόζω\n ἐφαρμοστέος, ον\n verb. adj.\n one must adapt, τί τινι Luc.', 'key': 'e)farmoste/os'}