Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιάδης
ἁλιάετος
ἁλιαής
ἁλιανθής
ἁλία
ἀλίαστος
ἀλίβας
ἀλίβατος
ἁλίβρεκτος
ἀλίγκιος
ἁλίδονος
ἁλιεία
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζω
View word page
ἀλίβας
ἀλίβας Deriv. unknown. a dead body, corpse, Plat.

ShortDef

a dead body, corpse

Debugging

Headword:
ἀλίβας
Headword (normalized):
ἀλίβας
Headword (normalized/stripped):
αλιβας
IDX:
1424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1424
Key:
a)li/bas

Data

{'content': 'ἀλίβας\n Deriv. unknown.\n a dead body, corpse, Plat.', 'key': 'a)li/bas'}