Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄληστος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιάδης
ἁλιάετος
ἁλιαής
ἁλιανθής
ἁλία
ἀλίαστος
ἀλίβας
ἀλίβατος
ἁλίβρεκτος
ἀλίγκιος
ἁλίδονος
ἁλιεία
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
View word page
ἀλίαστος
ἀλίαστος λιάζομαι unshrinking, unabating, Il.; neut. as adv., μηδʼ ἀλίαστον ὀδύρεο nor mourn incessant, Il.; so, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει Eur. of persons, undaunted, Eur.
ShortDef
unshrinking, unabating
Debugging
Headword:
ἀλίαστος
Headword (normalized):
ἀλίαστος
Headword (normalized/stripped):
αλιαστος
IDX:
1423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1423
Key:
a)li/astos
Data
{'content': 'ἀλίαστος\n λιάζομαι\n unshrinking, unabating, Il.; neut. as adv., μηδʼ ἀλίαστον ὀδύρεο nor mourn incessant, Il.; so, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει Eur.\n of persons, undaunted, Eur.', 'key': 'a)li/astos'}