Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐχροής
εὔχροος
εὔχρυσος
εὔχρως
εὐχωλή
εὐχωλιμαῖος
εὐψάμαθος
εὐψυχέω
εὐψυχία
εὔψυχος
εὐώδης
εὐωδία
εὐώδιν
εὐώλενος
εὔωνος
εὐώνυμος
εὕω
εὐῶπις
εὐωπός
εὐωριάζω
εὔωρος
View word page
εὐώδης
εὐώδης εὐ-ώδης, ες ὄδωδα sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.

ShortDef

sweet-smelling, fragrant

Debugging

Headword:
εὐώδης
Headword (normalized):
εὐώδης
Headword (normalized/stripped):
ευωδης
IDX:
14213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14219
Key:
eu)w/dhs

Data

{'content': 'εὐώδης\n εὐ-ώδης, ες\n ὄδωδα\n sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.', 'key': 'eu)w/dhs'}