Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὖχος
εὔχρηστος
εὐχροής
εὔχροος
εὔχρυσος
εὔχρως
εὐχωλή
εὐχωλιμαῖος
εὐψάμαθος
εὐψυχέω
εὐψυχία
εὔψυχος
εὐώδης
εὐωδία
εὐώδιν
εὐώλενος
εὔωνος
εὐώνυμος
View word page
εὐχωλιμαῖος
εὐχωλιμαῖος from εὐχωλή εὐχωλῐμαῖος, α, ον bound by a vow, Hdt.
ShortDef
bound by a vow
Debugging
Headword:
εὐχωλιμαῖος
Headword (normalized):
εὐχωλιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
ευχωλιμαιος
IDX:
14208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14214
Key:
eu)xwlimai=os
Data
{'content': 'εὐχωλιμαῖος\n from εὐχωλή\n εὐχωλῐμαῖος, α, ον\n bound by a vow, Hdt.', 'key': 'eu)xwlimai=os'}