Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
εὐχάριστος
εὔχειρ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὖχος
εὔχρηστος
εὐχροής
εὔχροος
εὔχρυσος
εὔχρως
View word page
εὔχιλος
εὔχιλος εὔ-χῑλος, ον of a horse, feeding well, Xen.

ShortDef

feeding well

Debugging

Headword:
εὔχιλος
Headword (normalized):
εὔχιλος
Headword (normalized/stripped):
ευχιλος
IDX:
14196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14202
Key:
eu)/xilos

Data

{'content': 'εὔχιλος\n εὔ-χῑλος, ον\n of a horse, feeding well, Xen.', 'key': 'eu)/xilos'}