Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
εὐχάριστος
εὔχειρ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
View word page
εὐχάριστος
εὐχάριστος εὐ-χάριστος, ον χαρίζω = εὔχαρις, winning, Xen.: of things, agreeable, pleasant, elegant, Xen.:—adv., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως to die happily, Hdt. grateful, thankful, Lat. gratus, Hdt., Xen.
ShortDef
charming, pleasant, agreeable
Debugging
Headword:
εὐχάριστος
Headword (normalized):
εὐχάριστος
Headword (normalized/stripped):
ευχαριστος
IDX:
14189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14195
Key:
eu)xa/ristos
Data
{'content': 'εὐχάριστος\n εὐ-χάριστος, ον\n χαρίζω\n = εὔχαρις, winning, Xen.: of things, agreeable, pleasant, elegant, Xen.:—adv., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως to die happily, Hdt.\n grateful, thankful, Lat. gratus, Hdt., Xen.', 'key': 'eu)xa/ristos'}