Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔφρων
εὐφυής
εὐφυΐα
εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
εὐχάριστος
εὔχειρ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
View word page
εὐχάλκωτος
εὐχάλκωτος εὐ-χάλκωτος, ον χαλκόω = εὔχαλκος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐχάλκωτος
Headword (normalized):
εὐχάλκωτος
Headword (normalized/stripped):
ευχαλκωτος
IDX:
14185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14191
Key:
eu)xa/lkwtos
Data
{'content': 'εὐχάλκωτος\n εὐ-χάλκωτος, ον\n χαλκόω\n = εὔχαλκος, Anth.', 'key': 'eu)xa/lkwtos'}