Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐφρόσυνος
εὔφρων
εὐφυής
εὐφυΐα
εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
εὐχάριστος
εὔχειρ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
View word page
εὔχαλκος
εὔχαλκος εὔ-χαλκος, ον wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.
ShortDef
wrought of fine brass
Debugging
Headword:
εὔχαλκος
Headword (normalized):
εὔχαλκος
Headword (normalized/stripped):
ευχαλκος
IDX:
14184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14190
Key:
eu)/xalkos
Data
{'content': 'εὔχαλκος\n εὔ-χαλκος, ον\n wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.', 'key': 'eu)/xalkos'}