Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐφρόνως
εὐφροσύνη
εὐφρόσυνος
εὔφρων
εὐφυής
εὐφυΐα
εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
εὐχάριστος
εὔχειρ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
View word page
εὔφωνος
εὔφωνος φωνή sweet-voiced, musical, Pind., Aesch. loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.

ShortDef

sweet-voiced, musical

Debugging

Headword:
εὔφωνος
Headword (normalized):
εὔφωνος
Headword (normalized/stripped):
ευφωνος
IDX:
14182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14188
Key:
eu)/fwnos

Data

{'content': 'εὔφωνος\n φωνή\n sweet-voiced, musical, Pind., Aesch.\n loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.', 'key': 'eu)/fwnos'}