Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐφραίνω
εὔφραστος
εὐφρονέων
εὐφρόνη
εὐφρόνως
εὐφροσύνη
εὐφρόσυνος
εὔφρων
εὐφυής
εὐφυΐα
εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστία
View word page
εὐφύλακτος
εὐφύλακτος εὐ-φύλακτος, ον φυλάσσω easy to keep or guard, Aesch.:— ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on oneʼs guard, Eur.; εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Thuc.

ShortDef

easy to keep

Debugging

Headword:
εὐφύλακτος
Headword (normalized):
εὐφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
ευφυλακτος
IDX:
14178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14184
Key:
eu)fu/laktos

Data

{'content': 'εὐφύλακτος\n εὐ-φύλακτος, ον\n φυλάσσω\n easy to keep or guard, Aesch.:— ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on oneʼs guard, Eur.; εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Thuc.', 'key': 'eu)fu/laktos'}