Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐφόρητος
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφραδής
εὐφραδίη
εὐφραίνω
εὔφραστος
εὐφρονέων
εὐφρόνη
εὐφρόνως
εὐφροσύνη
εὐφρόσυνος
εὔφρων
εὐφυής
εὐφυΐα
εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφυῶς
εὐφωνία
εὔφωνος
View word page
εὐφρόνως
εὐφρόνως adverb of εὔφρων.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐφρόνως
Headword (normalized):
εὐφρόνως
Headword (normalized/stripped):
ευφρονως
IDX:
14172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14178
Key:
eu)fro/nws

Data

{'content': 'εὐφρόνως\n adverb of εὔφρων.', 'key': 'eu)fro/nws'}