Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔφημος
εὔφθογγος
εὐφιλής
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
εὐφιλοτίμητος
εὔφλεκτος
εὐφόρητος
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφραδής
εὐφραδίη
εὐφραίνω
εὔφραστος
εὐφρονέων
εὐφρόνη
εὐφρόνως
εὐφροσύνη
εὐφρόσυνος
εὔφρων
View word page
εὔφορτος
εὔφορτος εὔ-φορτος, ον well-freighted, well-ballasted, Anth.
ShortDef
well-freighted, well-ballasted
Debugging
Headword:
εὔφορτος
Headword (normalized):
εὔφορτος
Headword (normalized/stripped):
ευφορτος
IDX:
14165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14171
Key:
eu)/fortos
Data
{'content': 'εὔφορτος\n εὔ-φορτος, ον\n well-freighted, well-ballasted, Anth.', 'key': 'eu)/fortos'}