Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημία
εὔφημος
εὔφθογγος
εὐφιλής
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
εὐφιλοτίμητος
εὔφλεκτος
εὐφόρητος
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφραδής
εὐφραδίη
εὐφραίνω
εὔφραστος
εὐφρονέων
εὐφρόνη
εὐφρόνως
View word page
εὐφόρητος
εὐφόρητος εὐ-φόρητος, ον easily borne, endurable, τινι Aesch.
ShortDef
easily borne, endurable
Debugging
Headword:
εὐφόρητος
Headword (normalized):
εὐφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ευφορητος
IDX:
14162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14168
Key:
eu)fo/rhtos
Data
{'content': 'εὐφόρητος\n εὐ-φόρητος, ον\n easily borne, endurable, τινι Aesch.', 'key': 'eu)fo/rhtos'}