Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφαρέτρης
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημία
εὔφημος
εὔφθογγος
εὐφιλής
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
εὐφιλοτίμητος
εὔφλεκτος
εὐφόρητος
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφραδής
εὐφραδίη
View word page
εὐφιλής
εὐφιλής εὐ-φῐλής, ές φιλέω well-loved, Aesch. act. loving well, c. gen., Aesch.

ShortDef

well-loved

Debugging

Headword:
εὐφιλής
Headword (normalized):
εὐφιλής
Headword (normalized/stripped):
ευφιλης
IDX:
14157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14163
Key:
eu)filh/s

Data

{'content': 'εὐφιλής\n εὐ-φῐλής, ές\n φιλέω\n well-loved, Aesch.\n act. loving well, c. gen., Aesch.', 'key': 'eu)filh/s'}