Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχία
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφαρέτρης
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημία
View word page
εὐτύχημα
εὐτύχημα from εὐτῠχέω εὐτύχημα, ατος, τό, a piece of good luck, a happy issue, a success, Eur., Xen., etc.

ShortDef

a piece of good luck, a happy issue, a success

Debugging

Headword:
εὐτύχημα
Headword (normalized):
εὐτύχημα
Headword (normalized/stripped):
ευτυχημα
IDX:
14144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14150
Key:
eu)tu/xhma

Data

{'content': 'εὐτύχημα\n from εὐτῠχέω\n εὐτύχημα, ατος, τό,\n a piece of good luck, a happy issue, a success, Eur., Xen., etc.', 'key': 'eu)tu/xhma'}