Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχία
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφαρέτρης
εὐφεγγής
View word page
εὔτυκτος
εὔτυκτος εὔ-τυκτος, ον τεύχω well-made, well-wrought, Hom. ready, Hdt.
ShortDef
well-made, well-wrought
Debugging
Headword:
εὔτυκτος
Headword (normalized):
εὔτυκτος
Headword (normalized/stripped):
ευτυκτος
IDX:
14142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14148
Key:
eu)/tuktos
Data
{'content': 'εὔτυκτος\n εὔ-τυκτος, ον\n τεύχω\n well-made, well-wrought, Hom.\n ready, Hdt.', 'key': 'eu)/tuktos'}