Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχία
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφαρέτρης
View word page
εὔτυκος
εὔτυκος εὔτῠκος, ον rare form for εὔτυκτος ready, Aesch., Theocr.

ShortDef

ready

Debugging

Headword:
εὔτυκος
Headword (normalized):
εὔτυκος
Headword (normalized/stripped):
ευτυκος
IDX:
14141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14147
Key:
eu)/tukos

Data

{'content': 'εὔτυκος\n εὔτῠκος, ον\n rare form for εὔτυκτος\n ready, Aesch., Theocr.', 'key': 'eu)/tukos'}