Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχία
εὔυδρος
View word page
εὔτροφος
εὔτροφος εὔ-τροφος, ον τρέφω well-nourished.
ShortDef
well-nourished
Debugging
Headword:
εὔτροφος
Headword (normalized):
εὔτροφος
Headword (normalized/stripped):
ευτροφος
IDX:
14137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14143
Key:
eu)/trofos
Data
{'content': 'εὔτροφος\n εὔ-τροφος, ον\n τρέφω\n well-nourished.', 'key': 'eu)/trofos'}