Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχία
View word page
εὐτροφία
εὐτροφία εὐ-τροφία, ἡ, good nurture, thriving condition, Plat.

ShortDef

good nurture, thriving condition

Debugging

Headword:
εὐτροφία
Headword (normalized):
εὐτροφία
Headword (normalized/stripped):
ευτροφια
IDX:
14136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14142
Key:
eu)trofi/a

Data

{'content': 'εὐτροφία\n εὐ-τροφία, ἡ,\n good nurture, thriving condition, Plat.', 'key': 'eu)trofi/a'}