Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
Ἀλήϊον πεδίον
ἀλήϊος
ἄλημα
ἀλήμων
ἄλη
ἄληπτος
ἁλής
ἄληστος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιάδης
ἁλιάετος
ἁλιαής
ἁλιανθής
ἁλία
ἀλίαστος
ἀλίβας
View word page
ἀλητεία
ἀλητεία from ἀλητεύω a wandering, roaming, Aesch., Eur.
ShortDef
a wandering, roaming
Debugging
Headword:
ἀλητεία
Headword (normalized):
ἀλητεία
Headword (normalized/stripped):
αλητεια
IDX:
1414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1414
Key:
a)lhtei/a
Data
{'content': 'ἀλητεία\n from ἀλητεύω\n a wandering, roaming, Aesch., Eur.', 'key': 'a)lhtei/a'}