Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
εὔτυκος
εὔτυκτος
View word page
εὔτρητος
εὔτρητος τιτράω well-pierced, of ears for earrings, Il.: porous, Anth.
ShortDef
well-pierced
Debugging
Headword:
εὔτρητος
Headword (normalized):
εὔτρητος
Headword (normalized/stripped):
ευτρητος
IDX:
14132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14138
Key:
eu)/trhtos
Data
{'content': 'εὔτρητος\n τιτράω\n well-pierced, of ears for earrings, Il.: porous, Anth.', 'key': 'eu)/trhtos'}