Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζομαι
View word page
εὔτρεπτος
εὔτρεπτος εὔ-τρεπτος, ον τρέπω easily changing, Plut.
ShortDef
easily changing
Debugging
Headword:
εὔτρεπτος
Headword (normalized):
εὔτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευτρεπτος
IDX:
14130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14136
Key:
eu)/treptos
Data
{'content': 'εὔτρεπτος\n εὔ-τρεπτος, ον\n τρέπω\n easily changing, Plut.', 'key': 'eu)/treptos'}