Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
View word page
εὐτρεπής
εὐτρεπής εὐ-τρεπής, ές τρέπω readily turning: generally, ready, Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., εὐτρεπῶς ἔχειν to be in a state of preparation, Dem.

ShortDef

readily turning: prepared, ready

Debugging

Headword:
εὐτρεπής
Headword (normalized):
εὐτρεπής
Headword (normalized/stripped):
ευτρεπης
IDX:
14128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14134
Key:
eu)treph/s

Data

{'content': 'εὐτρεπής\n εὐ-τρεπής, ές\n τρέπω\n readily turning: generally, ready, Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., εὐτρεπῶς ἔχειν to be in a state of preparation, Dem.', 'key': 'eu)treph/s'}