Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
View word page
εὐτραπελία
εὐτραπελία εὐτρᾰπελία, ἡ, wit, liveliness, Lat. urbanitas, Arist., Plut. in bad sense, jesting, ribaldry, NTest.
ShortDef
wit, liveliness
Debugging
Headword:
εὐτραπελία
Headword (normalized):
εὐτραπελία
Headword (normalized/stripped):
ευτραπελια
IDX:
14125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14131
Key:
eu)trapeli/a
Data
{'content': 'εὐτραπελία\n εὐτρᾰπελία, ἡ,\n wit, liveliness, Lat. urbanitas, Arist., Plut.\n in bad sense, jesting, ribaldry, NTest.', 'key': 'eu)trapeli/a'}