Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
εὔτρητος
View word page
εὐτόρνευτος
εὐτόρνευτος εὐ-τόρνευτος, ον = εὔτορνος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐτόρνευτος
Headword (normalized):
εὐτόρνευτος
Headword (normalized/stripped):
ευτορνευτος
IDX:
14122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14128
Key:
eu)to/rneutos
Data
{'content': 'εὐτόρνευτος\n εὐ-τόρνευτος, ον\n = εὔτορνος, Anth.', 'key': 'eu)to/rneutos'}