Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτέλεια
εὐτελής
εὖτε
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελία
εὐτράπελος
View word page
εὔτμητος
εὔτμητος ; ἐΰ-τμητος, ον τέμνω well-cut, of leatherwork, Il.
ShortDef
well-cut
Debugging
Headword:
εὔτμητος
Headword (normalized):
εὔτμητος
Headword (normalized/stripped):
ευτμητος
IDX:
14116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14122
Key:
e)u/tmhtos
Data
{'content': 'εὔτμητος\n ; ἐΰ-τμητος, ον\n τέμνω\n well-cut, of leatherwork, Il.', 'key': 'e)u/tmhtos'}