Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔταρσος
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτέλεια
εὐτελής
εὖτε
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
εὐτόρνευτος
View word page
εὐτέχνητος
εὐτέχνητος εὐ-τέχνητος, ον τεχνάομαι artificially wrought, Anth.

ShortDef

artificially wrought

Debugging

Headword:
εὐτέχνητος
Headword (normalized):
εὐτέχνητος
Headword (normalized/stripped):
ευτεχνητος
IDX:
14112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14118
Key:
eu)te/xnhtos

Data

{'content': 'εὐτέχνητος\n εὐ-τέχνητος, ον\n τεχνάομαι\n artificially wrought, Anth.', 'key': 'eu)te/xnhtos'}