Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐταξία
εὔταρσος
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτέλεια
εὐτελής
εὖτε
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτονος
View word page
εὐτερπής
εὐτερπής εὐ-τερπής, ές τέρπω delightful, Pind., Anth.
ShortDef
delightful
Debugging
Headword:
εὐτερπής
Headword (normalized):
εὐτερπής
Headword (normalized/stripped):
ευτερπης
IDX:
14111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14117
Key:
eu)terph/s
Data
{'content': 'εὐτερπής\n εὐ-τερπής, ές\n τέρπω\n delightful, Pind., Anth.', 'key': 'eu)terph/s'}