Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐτακής
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξία
εὔταρσος
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτέλεια
εὐτελής
εὖτε
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὐτοκία
εὔτοκος
View word page
εὐτέλεια
εὐτέλεια cheapness, Hdt.; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i. e. vilely, Ar. thrift, economy, ἐπʼ εὐτελείᾳ economically, Ar.; μετʼ εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut down to an economical standard, Thuc. from εὐτελής

ShortDef

cheapness

Debugging

Headword:
εὐτέλεια
Headword (normalized):
εὐτέλεια
Headword (normalized/stripped):
ευτελεια
IDX:
14108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14114
Key:
eu)te/leia

Data

{'content': 'εὐτέλεια\n cheapness, Hdt.; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i. e. vilely, Ar.\n thrift, economy, ἐπʼ εὐτελείᾳ economically, Ar.; μετʼ εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut down to an economical standard, Thuc.\n from εὐτελής', 'key': 'eu)te/leia'}