Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὐσχιδής
εὔσχιστος
εὐσωματέω
εὔσωτρος
εὐτακής
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξία
εὔταρσος
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτέλεια
εὐτελής
εὖτε
εὐτερπής
εὐτέχνητος
View word page
εὔταρσος
εὔταρσος εὔ-ταρσος, ον delicate-footed, Anth.

ShortDef

delicate-footed

Debugging

Headword:
εὔταρσος
Headword (normalized):
εὔταρσος
Headword (normalized/stripped):
ευταρσος
IDX:
14102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14108
Key:
eu)/tarsos

Data

{'content': 'εὔταρσος\n εὔ-ταρσος, ον\n delicate-footed, Anth.', 'key': 'eu)/tarsos'}