Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
View word page
ἀγένειος
ἀγένειος γένειον beardless; ἀγένειόν τι εἰρηκέναι to speak like a boy, Luc.
ShortDef
beardless
Debugging
Headword:
ἀγένειος
Headword (normalized):
ἀγένειος
Headword (normalized/stripped):
αγενειος
IDX:
141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n141
Key:
a)ge/neios
Data
{'content': 'ἀγένειος\n γένειον\n beardless; ἀγένειόν τι εἰρηκέναι to speak like a boy, Luc.', 'key': 'a)ge/neios'}